See Ανατολίτης on Wiktionary
{ "categories": [ { "kind": "other", "name": "Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "etymology_text": ": Ανατολίτης < μεσαιωνική ελληνική Ἀνατολίτης < Ἀνατολή < αρχαία ελληνική ἀνατολή < ἀνατέλλω < ἀνά + τέλλω", "forms": [ { "form": "Ανατολίτης", "raw_tags": [ "αρσενικό", "θηλυκό" ] }, { "form": "Ανατολίτισσα", "raw_tags": [ "αρσενικό", "θηλυκό" ] } ], "hyphenation": "Α‐να‐το‐λί‐της", "lang": "Greek", "lang_code": "el", "pos": "name", "pos_num": 1, "related": [ { "word": "Ανατολία" }, { "word": "ανατολίτικος" }, { "raw_tags": [ "επώνυμο" ], "word": "Ανατολίτης" }, { "word": "ανατολή" }, { "word": "ανατέλλω" } ], "senses": [ { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "glosses": [ "ο προερχόμενος ή καταγόμενος από την Τουρκία και γενικότερα από χώρα της Εγγύς ή Μέσης Ανατολής ή αυτός που ζει στις χώρες αυτές" ], "id": "el-Ανατολίτης-el-name-sIKNtGSG", "raw_tags": [ "πατριδωνυμικό" ] }, { "glosses": [ "εκείνος που θεωρεί τον άνδρα ανώτερο της γυναίκας και φέρεται αναλόγως· ή γενικότερα έχει τις αντιλήψεις και προτιμήσεις των κατοίκων αυτών των χωρών (στον τρόπο ζωής, στις συνήθειες, στο φαγητό, στη συμπεριφορά κ.λπ.)" ], "id": "el-Ανατολίτης-el-name-TLsypvLq", "raw_tags": [ "μεταφορικά" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "a.na.toˈli.tis" } ], "translations": [ { "lang": "English", "lang_code": "en", "word": "Anatolian" }, { "lang": "English", "lang_code": "en", "word": "Oriental" }, { "lang": "français", "lang_code": "fr", "word": "Oriental" }, { "lang": "français", "lang_code": "fr", "word": "Anatolien" } ], "word": "Ανατολίτης" } { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "etymology_text": ": Ανατολίτης < πατριδωνυμικό Ανατολίτης", "forms": [ { "form": "Ανατολίτης", "raw_tags": [ "αρσενικό", "θηλυκό" ] }, { "form": "Ανατολίτη", "raw_tags": [ "αρσενικό", "θηλυκό" ] }, { "form": " ", "raw_tags": [ "αρσενικό", "θηλυκό" ] }, { "form": "Ανατολίτου", "raw_tags": [ "αρσενικό", "θηλυκό" ] }, { "form": "Anatolitis", "raw_tags": [ "λατινικοί χαρακτήρες", ":" ], "tags": [ "transliteration" ] }, { "form": "Anatolites", "raw_tags": [ "λατινικοί χαρακτήρες", ":" ], "tags": [ "transliteration" ] } ], "hyphenation": "Α‐να‐το‐λί‐της", "lang": "Greek", "lang_code": "el", "pos": "name", "pos_num": 2, "senses": [ { "categories": [ { "kind": "other", "name": "Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" }, { "kind": "other", "name": "Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)", "parents": [], "source": "w" } ], "glosses": [ "ανδρικό επώνυμο" ], "id": "el-Ανατολίτης-el-name-4UsT61lW" } ], "sounds": [ { "ipa": "a.na.toˈli.tis" } ], "word": "Ανατολίτης" }
{ "categories": [ "Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)", "Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)", "Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)" ], "etymology_text": ": Ανατολίτης < μεσαιωνική ελληνική Ἀνατολίτης < Ἀνατολή < αρχαία ελληνική ἀνατολή < ἀνατέλλω < ἀνά + τέλλω", "forms": [ { "form": "Ανατολίτης", "raw_tags": [ "αρσενικό", "θηλυκό" ] }, { "form": "Ανατολίτισσα", "raw_tags": [ "αρσενικό", "θηλυκό" ] } ], "hyphenation": "Α‐να‐το‐λί‐της", "lang": "Greek", "lang_code": "el", "pos": "name", "pos_num": 1, "related": [ { "word": "Ανατολία" }, { "word": "ανατολίτικος" }, { "raw_tags": [ "επώνυμο" ], "word": "Ανατολίτης" }, { "word": "ανατολή" }, { "word": "ανατέλλω" } ], "senses": [ { "categories": [ "Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)" ], "glosses": [ "ο προερχόμενος ή καταγόμενος από την Τουρκία και γενικότερα από χώρα της Εγγύς ή Μέσης Ανατολής ή αυτός που ζει στις χώρες αυτές" ], "raw_tags": [ "πατριδωνυμικό" ] }, { "glosses": [ "εκείνος που θεωρεί τον άνδρα ανώτερο της γυναίκας και φέρεται αναλόγως· ή γενικότερα έχει τις αντιλήψεις και προτιμήσεις των κατοίκων αυτών των χωρών (στον τρόπο ζωής, στις συνήθειες, στο φαγητό, στη συμπεριφορά κ.λπ.)" ], "raw_tags": [ "μεταφορικά" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "a.na.toˈli.tis" } ], "translations": [ { "lang": "English", "lang_code": "en", "word": "Anatolian" }, { "lang": "English", "lang_code": "en", "word": "Oriental" }, { "lang": "français", "lang_code": "fr", "word": "Oriental" }, { "lang": "français", "lang_code": "fr", "word": "Anatolien" } ], "word": "Ανατολίτης" } { "categories": [ "Επώνυμα από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)", "Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)", "Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)", "Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)", "Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)", "Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)" ], "etymology_text": ": Ανατολίτης < πατριδωνυμικό Ανατολίτης", "forms": [ { "form": "Ανατολίτης", "raw_tags": [ "αρσενικό", "θηλυκό" ] }, { "form": "Ανατολίτη", "raw_tags": [ "αρσενικό", "θηλυκό" ] }, { "form": " ", "raw_tags": [ "αρσενικό", "θηλυκό" ] }, { "form": "Ανατολίτου", "raw_tags": [ "αρσενικό", "θηλυκό" ] }, { "form": "Anatolitis", "raw_tags": [ "λατινικοί χαρακτήρες", ":" ], "tags": [ "transliteration" ] }, { "form": "Anatolites", "raw_tags": [ "λατινικοί χαρακτήρες", ":" ], "tags": [ "transliteration" ] } ], "hyphenation": "Α‐να‐το‐λί‐της", "lang": "Greek", "lang_code": "el", "pos": "name", "pos_num": 2, "senses": [ { "categories": [ "Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)", "Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ίτης (νέα ελληνικά)" ], "glosses": [ "ανδρικό επώνυμο" ] } ], "sounds": [ { "ipa": "a.na.toˈli.tis" } ], "word": "Ανατολίτης" }
Download raw JSONL data for Ανατολίτης meaning in All languages combined (3.7kB)
This page is a part of the kaikki.org machine-readable All languages combined dictionary. This dictionary is based on structured data extracted on 2025-08-20 from the elwiktionary dump dated 2025-08-01 using wiktextract (e683717 and 51e6a0c). The data shown on this site has been post-processed and various details (e.g., extra categories) removed, some information disambiguated, and additional data merged from other sources. See the raw data download page for the unprocessed wiktextract data.
If you use this data in academic research, please cite Tatu Ylonen: Wiktextract: Wiktionary as Machine-Readable Structured Data, Proceedings of the 13th Conference on Language Resources and Evaluation (LREC), pp. 1317-1325, Marseille, 20-25 June 2022. Linking to the relevant page(s) under https://kaikki.org would also be greatly appreciated.